- αλαφροπιάνω
- μετ. едва касаться (кого-чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαφροπιάνω — 1. πιάνω κάτι ελαφρά, μόλις που τό αγγίζω 2. ασχολούμαι με κάποια υπόθεση επιπόλαια, τήν εξετάζω χωρίς την απαιτούμενη επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πιάνω] … Dictionary of Greek
ελαφροπιάνω — αλαφροπιάνω … Dictionary of Greek
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek